- λογοκρισία
- Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών.
Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν στον επώνυμο άρχοντα, ο οποίος, μόνο αν τα ενέκρινε, «έδιδε χορό», δηλαδή επέτρεπε τη δημόσια παράστασή τους.
Ο Πλάτων, στο τρίτο βιβλίο της Πολιτείας, υποστήριζε ότι στον ποιητή πρέπει να προδιαγράφονται το θέμα και τα εκφραστικά μέσα, ενώ προέκτεινε την εφαρμογή της ιδέας και στη μουσική, στο θέατρο, στις εικαστικές τέχνες, που όλες, σύμφωνα με το παράδειγμα της αρχαίας Αιγύπτου, έπρεπε –όπως ο ίδιος πρότεινε με το δεύτερο βιβλίο των Νόμων– να υποβάλλονται σε αυστηρή λ. Η πλατωνική συνηγορία της λ. βασιζόταν στη γενικότερη αντίληψή του για την παιδαγωγική θεώρηση του κράτους και στην ιδέα ότι ο καλλιτέχνης, όταν μιμείται πρόσωπα, πράξεις ή αισθήματα αξιοκατάκριτα, μπορεί να παρακινήσει και το κοινό να τα μιμηθεί. Παλαιότατη είναι η λ. και στο θρησκευτικό πεδίο. Συναφείς είναι οι απαγορεύσεις της Παλαιάς Διαθήκης, σχετικές κυρίως με τις εικαστικές τέχνες, απαγορεύσεις («ου ποιήσης σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα», Έξοδος, K’, 4) που έθιγαν το ζήτημα της απεικόνισης της ίδιας της θεότητας αφού, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των μονοθεϊστικών θρησκειών, ο Θεός δεν είναι δυνατόν να απεικονιστεί.
Στα νεότερα χρόνια διάφορες εκκλησιαστικές σύνοδοι επέβαλαν λ. στα βιβλία και, αργότερα, τις μιμήθηκε και η πολιτεία. Στη Γαλλία, διάταγμα του 1275 έθεσε τους βιβλιοπώλες υπό την «επιτήρηση» του πανεπιστημίου. Η εφεύρεση και η γρήγορη ανάπτυξη της τυπογραφίας έδωσαν ιδιαίτερες αφορμές στην άσκηση εκκλησιαστικής λ., επειδή η Εκκλησία στη Δύση κατανοούσε ότι η διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών της Αναγέννησης στρεφόταν εναντίον της. Παπικά διατάγματα καθιέρωσαν τη λ. ως θεσμό της Καθολικής Εκκλησίας, τον οποίο διατύπωσε αυστηρότατα η σύνοδος του Τριδέντου, στη συνεδρία της 3ης Δεκεμβρίου 1563. Λίγο αργότερα εκδόθηκε ο περίφημος Κατάλογος (Index, βλ. λ. Ίντεξ) της συνόδου, που περιλάμβανε βιβλία των οποίων η ανάγνωση απαγορευόταν στους πιστούς. Ο Κατάλογος αυτός, στον οποίο έχουν προστεθεί κατά καιρούς διάφορα βιβλία, ισχύει έως σήμερα, όπως ισχύει και ο θεσμός του προληπτικού ελέγχου των θρησκευτικών βιβλίων για να διαπιστωθεί ότι δεν περιέχουν τίποτε το αντίθετο προς τα διδασκόμενα από την Εκκλησία (nihil obstat), και μόνο τότε επιτρέπεται να τυπωθεί (imprimatur).
Η λ. στον Τύπο, στα βιβλία και στα θεάματα επιβλήθηκε κατά καιρούς σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Καταργήθηκε όμως τελικά στη Μεγάλη Βρετανία (1694), στη Σουηδία (1766), στη Δανία (1770), στη Γαλλία (1789) κ.α., αλλά κατά καιρούς εφαρμόστηκε και πάλι, ανάλογα με τις μεταβολές των πολιτικών καθεστώτων. Γενικά, σήμερα τα συντάγματα των φιλελευθέρων κρατών την απαγορεύουν, ιδίως την «προληπτική», και ανέχονται υπό ορισμένες συνθήκες την «κατασταλτική», ειδικότερα μάλιστα στον Τύπο. Στην πρώτη περίπτωση, ο λογοκριτής επεμβαίνει από την αρχή, απαγορεύονταςτη δημοσίευση διαφόρων ειδήσεων και κειμένων. Στη δεύτερη περίπτωση, η επέμβασή του γίνεται μετά τη δημοσίευση και συνεπάγεται κατάσχεση των εντύπων ή και δίωξη των υπευθύνων για τη συγγραφή και την εκτύπωσή τους.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Εθνοσυνέλευσης του Άστρους («νόμος της Επιδαύρου», η’), «οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα να κοινοποιώσιν άλλως τε [και άλλη γραφή: «και άλλως πως»] και διά του τύπου τας δοξασίας των [τας κρίσεις των] αλλά με τους τρεις ακολούθους όρους, α’ να μη γίνεται λόγος εναντίον της χριστιανικής θρησκείας, β’ να μην αντιβαίνουν εις τας κοινώς παραδεδεγμένας αρχάς της ηθικής, γ’ να αποφεύγωσι πάσαν προσωπικήν ύβριν»· ούτε περί λ. γίνεται λόγος, ούτε για κύρωση λόγω παράβασης των τριών όρων. Το ίδιο ισχύει και με το Σύνταγμα της Τροιζήνας (άρ. 26). Πρώτο το Σύνταγμα Άργους-Ναυπλίου προσέθεσε (άρ. 50) ότι εκείνος που εκφράζει δημόσια τις σκέψεις του είναι «υπεύθυνος ενώπιον του νόμου, δίδων λόγον περί της καταχρήσεως του δικαιώματος τούτου, κατά τον εκδοθησόμενον περί ελευθερίας του τύπου νόμον». Τα συντάγματα του οργανωμένου κράτους καταδικάζουν όλα την προληπτική λ. του Τύπου. Κατασταλτική λ., δηλαδή κατάσχεση μετά τη δημοσίευση, και ενδεχόμενη ποινική ευθύνη προβλέπονται από τα Συντάγματα του 1864 (προσβολή της χριστιανικής θρησκείας ή του προσώπου του βασιλιά), του 1911 (προστέθηκαν τα άσεμνα δημοσιεύματα και οι πληροφορίες σχετικά με την εθνική άμυνα), του 1927 (άρ. 16) και του 1952, το οποίο προσέθεσε και δημοσιεύματα στασιαστικά, κ.ά. Από το Σύνταγμα του 1927 εισήχθησαν επιφυλάξεις ως προς τα μέτρα προστασίας της νεότητας από ακατάλληλα δημοσιεύματα. Στα συντάγματα που επακολούθησαν οι επιφυλάξεις του είδους έχουν μειωθεί σημαντικά, η προληπτική όμως λ. ασκείται σε διάφορους τομείς έμμεσα, με το σύστημα της συγκρότησης επιτροπών ελέγχου, κυρίως των θεαμάτων, ενώ στους τομείς της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης η «εκ των ένδον» λ. υπαγορεύεται από τις αντιλήψεις των κατά καιρούς κυβερνήσεων ή κάποιου διορισμένου ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου.
Χαρακτηριστική γελοιογραφία του Γάλλου σκιτσογράφου Βενιέ (1863), στην οποία εικονίζεται η λογοκρισία προσωποποιημένη να δέχεται τις «φιλοφρονήσεις» των εκπροσώπων των γαλλικών κομμάτων της εποχής.
* * *ηο ασκούμενος από ειδική κρατική υπηρεσία προληπτικός έλεγχος στο περιεχόμενο εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων, θεατρικών και κινηματογραφικών έργων, ιδιωτικής αλληλογραφίας καθώς και τών εκπομπών τού ραδιοφώνου και τής τηλεόρασης και οποιουδήποτε άλλου μέσου δημοσιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -κρισία (< -κριτος < κρίνω), πρβλ. κακο-κρισία. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. censure, και μαρτυρείται από το 1826 στον Αδαμάντιο Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.